Είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι ένα από τα θέματα που ανέδειξε με τον πιο έντονο τρόπο αυτή η πανδημία είναι το απαρχαιωμένο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας και την ανάγκη άμεσης αναμόρφωσης και μεταρρύθμισης του. Αναμένεται πλέον από όλους ότι η μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης θα φέρει τις αναγκαίες τομές και θα αναβαθμίσει την απονομή της δικαιοσύνης, επιταχύνοντας την αλλά και διευρύνοντας την προστασία που παρέχουν τα Δικαστήρια προς τους πολίτες, συμβάλλοντας έτσι στην εμπέδωση ενός κράτους δικαίου. Δεν πρέπει άλλωστε να παραγνωρίζεται ότι τα Δικαστήρια λειτουργούν ως θεματοφύλακες του κράτους δικαίου και συμβάλλουν ενεργά και αποτελεσματικά στην εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας και δικαιοσύνης.
Στο πλαίσιο αυτό, έχοντας υπόψη ότι η συζήτηση για τα Νομοσχέδια βρίσκεται σε αρκετά προχωρημένο στάδιο και η ψήφιση τους είναι επείγουσα και επιτακτική, είναι πάντα χρήσιμο να τίθενται προς προβληματισμό ορισμένα ζητήματα. Θα εστιάσω στην επαναλειτουργία του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου και την πρόσβαση των πολιτών σε αυτό, έχοντας υπόψη ότι η μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης αποτελεί μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία, να βελτιωθεί το δικαστικό σύστημα προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών, παρέχοντας τους ευρύτερη προστασία απέναντι στη κρατική αυθαιρεσία και διασφαλίζοντας την όσο το δυνατό καλύτερη και αποτελεσματικότερη προστασία των Συνταγματικών Δικαιωμάτων τους. Η λειτουργία του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου αποτελεί μια από τις σημαντικότερες τομές που θα φέρει η μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης, αφού επαναφέρει ένα πολύ σημαντικό θεσμό, του οποίου η απουσία ήταν ιδιαίτερα έντονη τα χρόνια που μεσολάβησαν.
Όπως προκύπτει από το Σημείωμα του Προέδρου και των Μελών του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. ημερομηνίας 09/11/2020 αλλά και από τα σχετικά προσχέδια των Νομοσχεδίων και το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας το σημερινό Ανώτατο Δικαστήριο θα λειτουργεί σε δύο τμήματα. Το ένα εκ των δύο θα λειτουργεί σαν Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο με δική του σφραγίδα, Πρόεδρο και επτά μέλη. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, θα (α) ασκεί τη δικαιοδοσία που προβλέπει το Σύνταγμα, (β) αποφασίζει επί παραπομπών δυνάμει του άρθρου 144 του Συντάγματος (γ) αποφασίζει μετά από άδεια τριτοβάθμια νομικά θέματα που προκύπτουν και σχετίζονται με αλλαγή πάγιας νομολογίας ή σε θέματα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή για σκοπούς συνοχής του δικαίου.
Στη βάση του υφιστάμενου, προς ψήφιση πλαισίου λειτουργίας του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, δεν προνοείται απευθείας προσφυγή ενός πολίτη στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, είτε παρέχοντας του τη δυνατότητα να καταχωρήσει απευθείας Συνταγματική Προσφυγή, είτε άλλως πως, αποκλείοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την άμεση επικοινωνία του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου με την κοινωνία και τους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού θα πρέπει ο εκάστοτε πολίτης να επικοινωνεί πάντα δια μέσου ενός «ενδιάμεσου» Δικαστηρίου με το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Προς αυτή την κατεύθυνση και στο πλαίσιο των προσπαθειών για ενίσχυση της Συνταγματικής προστασίας των πολιτών, της διατήρησης της Συνταγματικής τάξης στη Κυπριακή Δημοκρατία, την ενίσχυση της πρόσβασης των πολιτών στη δικαιοσύνη και τη διασφάλιση της ενιαίας και αποτελεσματικής συνταγματικής προστασίας θα έπρεπε ενδεχομένως να εξεταστεί η διαμόρφωση των σχετικών νομοσχεδίων με τρόπο που να μην αποκλείει κάτι τέτοιο, καθιστώντας το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αντικειμενικό παρατηρητή και δικλείδα ασφαλείας διατήρησης της Συνταγματικής τάξης στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Ένα τέτοιο ένδικο μέσο δεν είναι άγνωστο σε κράτη με έντονη συνταγματική παράδοση. Έτσι για παράδειγμα στη Γερμανία το ένδικο αυτό μέσο είναι γνωστό ως Συνταγματικό Παράπονο ή Συνταγματική Προσφυγή ή Verfassungsbeschwerde, το οποίο είναι το πλέον γνωστό ένδικο μέσο που ασκείται ενώπιον του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ενώ στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του οι σχετικές Προσφυγές/Παράπονα δεν ξεπερνούσαν τα πεντακόσια, σήμερα ξεπερνούν ετησίως τις έξι χιλιάδες, καταδεικνύοντας έτσι την αναγκαιότητα του.
Η φιλοσοφία του εν λόγω ένδικου μέσου έγκειται στο ότι μπορεί ο κάθε πολίτης να καταχωρήσει «Συνταγματικό Παράπονο» με τον ισχυρισμό ότι τα Συνταγματικά του δικαιώματα έχουν πληγεί από την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Έτσι για παράδειγμα ένα φυσικό/νομικό πρόσωπο είναι δυνατό να καταχωρίσει παράπονο/προσφυγή ισχυριζόμενος ότι έχουν παραβιαστεί τα Συνταγματικά του δικαιώματα, ή άλλα αντίστοιχα και παρόμοια δικαιώματα όπως είναι για παράδειγμα η αρχή της ισότητας, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και προηγούμενης ακρόασης. Αποτέλεσμα της προσφυγής αυτής είναι ότι το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έχει την ευχέρεια να κηρύξει την αντισυνταγματικότητα ενός μέτρου της εκτελεστικής εξουσίας, να ακυρώσει ένα αντισυνταγματικό Νόμο ή να ακυρώσει μια αντισυνταγματική απόφαση ενός Δικαστηρίου, παραπέμποντας το ζήτημα στο αρμόδιο Δικαστήριο για επανεκδίκαση εκεί και όπου διαπιστώνεται αντισυνταγματικότητα.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι το ένδικο αυτό μέσο δεν αποτελεί άλλο ένα βαθμό δικαιοδοσίας αλλά είναι ένα πολύ εξαιρετικό και εξειδικευμένο ένδικο μέσο που αποσκοπεί στην ενίσχυση και διασφάλιση της προστασίας των πολιτών απέναντι στη κρατική αυθαιρεσία, όποια μορφή και αν αυτή λαμβάνει. Δεν αποσκοπεί δηλαδή στον “διπλασιασμό” της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που παρέχουν τα υπόλοιπα Δικαστήρια, Πρωτόδικα και μη αλλά έχει μια διαφορετική “ποιότητα” με πολύ αυστηρές προϋποθέσεις άσκησης του που παρέχει στους πολίτες μια “τελευταία ευκαιρία” να υπερασπιστούν τα θεμελιώδη δικαιώματα τους ενώ η προσφυγή/παράπονο λειτουργεί και ως ένας μηχανισμός διατήρησης με «αντικειμενικό» τρόπο της συνταγματικής τάξης, εξυπηρετώντας την ενιαία ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος και την διατήρηση της Συνταγματικής τάξης σε όλες τις εκδηλώσεις και εκφάνσεις της κρατικής εξουσίας.
Η εξαιρετική φύση του ένδικου αυτού μέσου διασφαλίζεται από την λεγόμενη αρχή της επικουρικότητας. Πώς εξασφαλίζεται αυτή η επικουρικότητα; Ένας πολίτης που νιώθει ότι έχουν πληγεί τα συνταγματικά του δικαιώματα θα πρέπει πρώτα να έχει εξαντλήσει όλα τα υπόλοιπα διαθέσιμα ένδικα μέσα προτού προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο, αφού σε διαφορετική περίπτωση είναι απαράδεκτη η άσκηση της εν λόγω προσφυγής. Ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου μπορεί να προσφύγει κανείς μόνο με τον ισχυρισμό της παράβασης των θεμελιωδών του δικαιωμάτων και μόνο εφόσον έχει προβάλει όλους τους λόγους παράβασης των Συνταγματικών του δικαιωμάτων ενώπιον άλλων Δικαστηρίων, πρωτόδικων και μη. Στην αρχή αυτή υπάρχουν εξαιρέσεις φυσικά τις οποίες δεν είναι δυνατό να αναλυθούν στο παρόν σημείωμα, ενώ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η προσφυγή αυτή ασκείται χωρίς δικηγορικά έξοδα ενώ δεν είναι απαραίτητη η υπεράσπιση από Δικηγόρο.
Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, σημειώνεται ότι η ίδια η φύση και λειτουργία του ένδικου αυτού μέσου παραπέμπουν στον εξαιρετικό χαρακτήρα του και ως εκ τούτου δεν αναμένεται να επιβαρύνει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο με επιπλέον διαδικασίες, περιπλέκοντας το δικαστικό σύστημα «φορτώνοντας» το με περιττές διαδικασίες ή διαδικασίες που θα επιτρέπουν τον εκτροχιασμό των διαδικασιών, ενώ με κανένα τρόπο δεν υπάρχει κίνδυνος να ανατραπούν οι υφιστάμενοι σχεδιασμοί για τον προϋπολογισμό ή το προσωπικό που θα στελεχώνει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Αντίθετα όπως είναι σήμερα διαμορφωμένες οι αρμοδιότητες του Συνταγματικού Δικαστηρίου μάλλον θα καταστήσουν ακόμη πιο εξαιρετικό το μέτρο από ότι είναι για παράδειγμα στη Γερμανία. Θα πρόκειται με λίγα λόγια για μια “ανέξοδη” διεύρυνση της Συνταγματικής προστασίας των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι φυσικά κατανοητή η διαφορετική φύση των δύο Δικαστηρίων, των Συνταγματικών παραδόσεων των δύο κρατών, της κρατικής και κοινωνικής δομής και των δικαιοδοτικών συστημάτων. Ενώ λοιπόν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο κρατών, είναι παρ’ όλα αυτά κοινή η ανησυχία για τη διατήρηση της Συνταγματικής τάξης, της ενίσχυσης της προστασίας των Συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών, όπως κι’ αν αυτή παρέχεται, καθιστώντας την εξέταση υιοθέτησης αντίστοιχης πρόνοιας στο προσχέδιο των Νομοσχεδίων επιτακτική.
Είναι κατανοητό ότι θα πρέπει το πιο πάνω φυσικά να προσαρμοστεί στην κυπριακή πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο. Η προσαρμογή αυτή δεν αναμένεται να είναι δυσχερής, ενώ η συμβατότητα του ένδικου μέσου αυτού με την υφιστάμενη δομή του Συντάγματος και του δικαιοδοτικού συστήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν αναμένεται να προκαλέσει προβλήματα, αφού δεν θα είναι ένα “ξένο σώμα” παρά μόνο μια διεύρυνση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας ανοίγοντας ένα συνταγματικό διάλογο με την κοινωνία και τους πολίτες ενώ η αντικειμενική διασφάλιση της Συνταγματικής τάξης θα ενισχύσει και θα αναβαθμίσει το κράτος δικαίου, αφού εξειδικευμένοι Δικαστές θα ελέγχουν σε εξαιρετικές περιστάσεις τη “ανάρμοστη” επέμβαση των τριών εξουσιών στα δικαιώματα των πολιτών παρέχοντας τους ένα τελευταίο πέπλο προστασίας απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία.
Ουσιαστικά, το εν λόγω ένδικο μέσο θα διασφαλίζει ότι κατά την άσκηση οποιασδήποτε εκ των τριών εξουσιών, ήτοι κατά την άσκηση της Νομοθετικής, Εκτελεστικής και Δικαστικής εξουσίας έχει ληφθεί επαρκώς υπόψη η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο θα είναι η «τελευταία» ευκαιρία ενός πολίτη ή ενός νομικού προσώπου να διασφαλίσει τα Συνταγματικά του δικαιώματα απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία. Το ίδιο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο θα έχει τον τελευταίο λόγο στην προστασία των Συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών καθιστώντας την επαναλειτουργία του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να ενισχυθεί το κράτος δικαίου στην Κυπριακή Δημοκρατία.
*Για σκοπούς τάξης και ορθής αναφοράς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την δημοσίευση του πιο πάνω άρθρου και υποβολή της πρότασης προς το Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο, διαπιστώθηκε ότι αντίστοιχη πρόταση και αναφορά είχε προηγηθεί από τον Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου Δρ. Κωνσταντίνο Κόμπο, στο άρθρο του με τίτλο «Συνταγματική Δικαιοσύνη και η Μεταρρύθμιση» που είχε δημοσιευθεί στις 04/07/2020 στην ιστοσελίδα Κράτος Δικαίου, το οποίο μπορεί να εντοπιστεί στον ακόλουθο σύνδεσμο https://kratosdikaiou.com/index.php/2020/07/04/suntagmatikh-dikaiosunh-kai-h-metarruthmish/ Η εν λόγω πρόταση και αρθογραφία είχε προηγηθεί του παρόντος άρθρου και εισήγησης.